facebook  youtube  twitter  instagram 26/4/2024
chicken time diner rapsodia
ekalampaka.gr


 



Η Εθνεγερσία μας μέσα από το δημοτικό τραγούδι

Δημοσιεύθηκε από: Ευαγγελία Μπίτου  29/03/2021 10:30:59
Η Εθνεγερσία μας μέσα από το δημοτικό τραγούδι

της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

Τιμάμε εφέτος τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, την Εθνεγερσία μας, την Εθνική μας Παλιγγενεσία μετά από τετρακόσια χρόνια σκληρής σκλαβιάς στους Τούρκους! Πολλά και διάφορα γράφονται και ακούγονται...

Κάποιοι φροντίζουν να παρουσιάζουν τις ανθρώπινες αδυναμίες των αγωνιστών. Επιλογή τους. Κάποιοι αναζητούν στην Ελληνική Επανάσταση τις επιρροές της Γαλλικής. Πολύ ενδιαφέροντα και όσα γράφθηκαν για τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στον αγώνα των Ελλήνων το 1821. Συνηθισμένη και η άποψη συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου ότι πρόκειται για επανάσταση κοινωνική και όχι εθνικοθρησκευτική. Στα Απομνημονεύματα πάντως του Κολοκοτρώνη (283) διαβάζομε: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλον έθνος…».

Την Ελληνική Επανάσταση διδάχθηκα με τρόπο πρωτότυπο για την εποχή μου, μέσα από Πηγές, από τον Παρασκευά Λυρίτη, φιλόλογο εξαίρετο και Γυμνασιάρχη μας. Για πρώτη φορά είδαμε ως βιβλία τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821! Βιβλιοθήκες στις μικρές πόλεις δεν υπήρχαν, και συνεπώς για μας ήταν εντυπωσιακό. Μας έφερε μάλιστα και τον «Λόγιο Ερμή», περιοδικό που εκδιδόταν στη Βιέννη από το 1811-1821, και εφημερίδες της εποχής εκείνης!

Αυτόν τον υπέροχο Δάσκαλο, όταν κάποτε τον ρώτησα τι μπορούσε να συζητάει με ένα γέρο, χαμογελώντας καλοσυνάτα, μου είπε: «Ποτέ να μην περιφρονήσεις τη ζώσα ιστορία!». Και εγώ ποτέ δεν ξέχασα τη σοφή του συμβουλή! Έχω μάλιστα ως κριτήριο για την αντικειμενικότητα ενός ιστορικού το εάν έλαβε αυτή την παράμετρο υπ’ όψιν στα γραφόμενά του.

Ζώσα ιστορία τα δημοτικά μας τραγούδια, και για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση αξίζει, σκέφθηκα, να ανατρέξω σε αυτά «ως ακριβέστερον παντός άλλου δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους», όπως γράφει ο Ν. Γ. Πολίτης στα Προλεγόμενα της Α΄ εκδόσεως «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», όπου ανέτρεξα.

Είναι γεγονός πως τούτος ο λαός κράτησε την Ιστορία του με τα τραγούδια του. Δεν ξέχασε στα τετρακόσια χρόνια της πικρής σκλαβιάς ποιος ήταν και από πού ερχόταν. Τη μέρα της Πασχαλιάς, έξω από τις εκκλησιές του, μετά τον Εσπερινό της αγάπης, πιάνονταν στον χορό με πρώτο τραγούδι το γνωστό «Σημαίνει ο Θιός σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,/ σημαίνει κι η αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι…». Το έθιμο έφθασε ως τις μέρες μας. Στα τραγούδια του συχνές ήταν οι αναφορές στην Πόλη των πόλεων, ακόμη και στα νανουρίσματα με τα οποία κοίμιζε τα παιδιά του: «Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου,/ στη Βενετιά τα ρούχα σου…». Ανάμεσα στα τραγούδια του υπάρχουν και Ακριτικά με το ηρωικό και αδούλωτο φρόνημά τους. Ήξερε λοιπόν πως πίσω του στεκόταν το χιλιόχρονο ένδοξο Βυζάντιο, που είχε τις ρίζες του βαθιά στην αρχαία Ελλάδα! Γι’ αυτό ο Όλυμπος, όταν μαλώνει με τον Κίσαβο, λέει: «Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,/ έχω σαράντα δυό κορφές, κ’ εξήντα δυό βρυσούλες,/ κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης…». Αγκάλιασε λοιπόν την εκκλησιά του, κρατήθηκε στην πίστη του και κράτησε την ιστορική του μνήμη και το ελεύθερο φρόνημα με τα τραγούδια του, που είναι μελοποιημένη η ιστορία του και εύκολα την απομνημονεύει.

Σε αυτά αναφέρονται γεγονότα φοβερά, που από στόμα σε στόμα φθάνουν και σε άλλα μέρη φέρνοντας τα μαντάτα: «Τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννινα, τη λίμνη,/ που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;».  Και σε άλλο: «Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,/ κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι./ Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,/ μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,/ παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τις εκκλησιές τους».

Σκλάβοι νιώθουν επί Τουρκοκρατίας, και των σκλάβων τα βάσανα είναι αβάστακτα,  αλλά τα κάνουν τραγούδια:  «στω Μπαρμαρέσσω τις αυλές, ήλιε, μην ανατείλεις/ κι’ αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις,/ γιατ’ έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους,/ και θα (υ)γραθούν οι γιαχτίδες σου ‘που τω σκλαβώ τα δάκρυα».  Και σε άλλο: «Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι,/ κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν./ Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει!/ Αφήνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα,/ χωρίζει κ’ ένα αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο». (Ιστορικά, 6,9, 3,4, αντίστοιχα)

Γι΄ αυτό ο Βασίλης στη μάνα, που τον συμβουλεύει να κάτσει φρόνιμα να γίνει νοικοκύρης, απαντάει: «Μάννα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης/ να κάνω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,/ και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους…».  Στο βουνό τον καλωσορίζουν: «- Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παληκάρι!».

Λιτά, απέριττα, μα πολύ παραστατικά αποτυπώνεται ο βαθύς πόθος για τη λευτεριά: «Αρματωλός μες τα βουνά, και κλέφτης μες στους κάμπους·/ να χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δένδρα συγγενάδια,/ να με κοιμάν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια,/ και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,/ …, σκλάβο να μη με λένε». Η κλεφτουριά κατά τον Σωτήρη Σκίπη, Ακαδημαϊκό και ποιητή, «…αποτελούσε μια ξέχωρη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα που είχε πάρει τα βουνά για να ζήσει ελεύθερη και για να προετοιμάσει τη λευτεριά της άλλης Ελλάδας του Κάμπου».

Αλληγορικά ο αετός είναι κλέφτης, γιατί έχουν ένα κοινό στοιχείο· δεν αντέχουν τη σκλαβιά: «Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης/ από την περηφάνεια του κι από τη λεβεντιά του/ δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,/ μόν’ μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια./ Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,/ εμάργωσαν τα νύχια του κ’ επέσαν τα φτερά του…».

Δεν ήταν λοιπόν η ζωή των κλεφτών εύκολη· ήταν σκληρή και τραχιά. Την τραχύτητα του βίου τους παραδίδει ένα τραγούδι με έναν εκπληκτικό ρεαλισμό: «Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε,/ ν’εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω/ της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια./ Μαύρη ζωή που κάνομε εμείς οι μαύροι κλέφτες!/ Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,/ ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι./ Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος./ Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα στο στρώμα,/ τον ύπνο δεν αχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,/ το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,/ και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο». (Κλέφτικα, 25, 21, 24, 32 αντίστοιχα)

Όμως η ελευθερία για τους αγωνιστές είναι πιο γλυκιά από τις γλύκες της ζωής. Έτσι ο Διάκος στην ερώτηση του Ομέρ Βρυόνη, «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,/ να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;», εκείνος αποκρίθηκε: «Πάτε κ’ εσείς κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!/ Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω,/ στην εκκλησιά μ’ εμύρωσαν κ’εκεί θε να με κλάψουν».  Σε δημοτικό τραγούδι γίνεται αναφορά και στον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄: «…Κι ακόμα θα ζητήσει τον Πατριάρχη μας,/ οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι (για εκδίκηση)  μας…», (Ιστορικά, 11, 10, Β, αντίστοιχα).

Το αδούλωτο φρόνημα των κλεφτών, των ζορμπάδων όπως τους έλεγαν οι Τούρκοι, κράτησε άσβηστη την ελπίδα της λευτεριάς. Να πώς απαντάει ο Κατσαντώνης στον Βελή Γκέκα: «Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν’ εδώ ραγιάδες,/ για ναν τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,/ εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,/ βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν» (Κλέφτικο, 65,Α).

Ο Γάλλος Φωριέλ, που πρώτος εξέδωσε συλλογή δημοτικών τραγουδιών στο Παρίσι το 1824, γράφει στα Προλεγόμενα: «Θα αποτελούσε συλλογή ηρωικών πράξεων πολύ ανώτερων σε λάμψη, καθώς και σε αξιοπιστία, από εκείνην των πολεμιστών της Ιλιάδας· θα ήταν μια αληθινή Ιλιάδα της νεότερης Ελλάδας, που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην παλιά, ακόμα και από ποιητική άποψη». Σε αυτά  παρελαύνουν Σουλιώτες γενναίοι, Σουλιώτισσες ανδρείες, η αδούλωτη Αρκαδιανή, κλέφτες και αρματωλοί Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί, της Χαλκιδικής, της Δ. Θράκης… τόσοι που σε τούτες τις σειρές αδύνατον είναι να χωρέσουν.

Οι πίκρες και τα βάσανα του λαού από την Τούρκικη σκλαβιά πολλά, γι’ αυτό και πονεμένα τα τραγούδια του, με τα οποία έστελνε τα μαντάτα, κατέγραφε τα σημαντικά γεγονότα στη μνήμη του, τα τραγουδούσε και χόρευε, γιατί του μεταλαμπάδευαν την ελπίδα της Ανάστασης του γένους. Αλήθεια πόσα έμειναν πλέον στα σχολικά Νεοελληνικά Αναγνώσματα;



Share on Facebook Share on Twitter

Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια αυτή τη στιγμή.


Ονοματεπώνυμο:
E-mail (Δεν θα δημοσιευθεί):
Σχόλιο:
Συμπληρώστε τον κωδικό:
L8GI7
Αναζήτηση
Αναζήτηση για:
Κατηγορία:
Ημερομηνία (από/εώς):



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Εκτύπωση αυτής της σελίδας
 

 
booked.net


 
Προτεινόμενα άρθρα











































 


  © 2012-2024 :: ekalampaka.gr Κορυφή της σελίδας Πολιτική Απορρήτου   ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ